Σύμφωνα με το άρθρο 4 τού ΠΔ 88/99, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 56 του Ν. 4808/2021, κατ’ εφαρμογή της Οδηγίας 93/104/ΕΚ, όταν ο χρόνος ημερήσιας εργασίας υπερβαίνει τις τέσσερις (4) ώρες, πρέπει να χορηγείται διάλειμμα κατ’ ελάχιστον 15 λεπτών και κατά μέγιστον 30 λεπτών, κατά τη διάρκεια του οποίου οι εργαζόμενοι δικαιούνται να απομακρυνθούν από την εργασία τους. Τα διαλείμματα αυτά δεν επιτρέπεται να χορηγούνται συνεχόμενα με την έναρξη ή τη λήξη της ημερήσιας εργασίας, προκειμένου να έχουν και στην ουσία τον χαρακτήρα τού διαλείμματος, ως ενδιάμεσου χρόνου παύσης της ημερήσιας κανονικής εργασίας.
Το διάλειμμα, αν δεν ορισθεί διαφορετικά, δεν θεωρείται ως χρόνος εργασίας και συνεπώς ο χρόνος λήξεως της ημερήσιας εργασίας παρατείνεται ανάλογα με τη διάρκεια του διαλείμματος, προκειμένου να συμπληρωθεί το συμφωνημένο ωράριο.
Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι σε περίπτωση που για μεγάλο χρονικό διάστημα ο εργοδότης χορηγεί στο προσωπικό του το διάλειμμα χωρίς να παρατείνει αντίστοιχα και το ωράριο εργασίας, δηλαδή εάν το διάλειμμα συμπεριλαμβάνεται στον ημερήσιο εργάσιμο χρόνο, τότε δημιουργείται επιχειρησιακή συνήθεια και οποιαδήποτε διαφορετική περαιτέρω αντιμετώπιση από τον εργοδότη εμπίπτει στο πλαίσιο των διατάξεων της μονομερούς βλαπτικής μεταβολής των όρων εργασίας των εργαζομένων.
Εργαζόμενοι με διακεκομμένο ωράριο: Οι εργαζόμενοι, που απασχολούνται κατά πλήρες ημερήσιο, αλλά διακεκομμένο ωράριο για όλες ή μερικές ημέρες της εβδομάδας, δικαιούνται αναπαύσεως, ενδιαμέσως μεταξύ των τμημάτων του ωραρίου τους, που δεν μπορεί να είναι μικρότερη από τρεις (3) ώρες.
Με βάση τα παραπάνω, στις περιπτώσεις όπου βάσει ατομικής σύμβασης εργασίας προβλέπεται διάρκεια διαλείμματος μεγαλύτερη των 30 λεπτών θα πρέπει να γίνει προσαρμογή της σύμβασης καθώς κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται από την κείμενη νομοθεσία. Το διάλειμμα θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να μην υπερβαίνει σε διάρκεια τα 30 συνολικά λεπτά.